φώζω

φώζω
Α
βλ. φώγω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αποφώζω — ἀποφώζω (Α) [φώζω] ξεραίνω …   Dictionary of Greek

  • φώγω — ΜΑ, και φῴζω και φώγνυμι και φωγνύω Α ψήνω ή ξηραίνω στη φωτιά ή στον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με μορφολογική ποικιλία ως προς το επίθημα. Κατά την επικρατέστερη άποψη, το ρ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *bhō g τής ΙΕ ρίζας *bhē… …   Dictionary of Greek

  • φώσσω — Α (κατά τον Γαλ.) «φώγω, φῴζω». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί τής λ. φώγω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”